Ενημέρωση

ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΦΩΚΑ

  Λόγος ἐκφωνηθεὶς στόν Ναὸ τοῦ Ἁγ. Φωκᾶ στό Νησὶ Ἐλούντας, στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς 22-07-08, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας καὶ Χερρονήσου κ. Νεκταρίου.

   τοῦ  Μανόλη Ἀθ. Λουκάκη*

   Σεβασμιώτατε,
Συμπληρώνονται φέτος ἀκριβῶς δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1998, ὁπότε ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ περικαλλοῦς τούτου Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Φωκᾶ στήν ἱστορικὴ αὐτὴ τοποθεσία τῆς πόλεώς μας. Ἡ ἐκ θεμελίων ἀναστήλωσή του μὲ τὴν ἐνίσχυση τῶν κατοίκων τῆς Ἐλούντας καὶ τῶν γύρω περιοχῶν, ἰδιαίτερα δὲ τοῦ ἀναδόχου Ἐμμ. Γ. Σφυράκη, ἐπανέφερε στήν ὀρθόδοξη λατρεία τὴν ἑορτὴ ἑνὸς σπανίου Ἁγίου τοῦ ἀρχαίου χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τήν ζωή, τὰ ἔργα καὶ τὸν μαρτυρικὸ του θάνατο ἐλάμπρυνε καὶ ἐστερέωσε σὲ δύσκολους καιροὺς τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Πρὶν ὅμως ἀναφέρω ὁ,τιδήποτε ἄλλο, θεωρῶ ἀπαραίτητο νά διευκρινίσω ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι ἡ ἄγραφη τοπικὴ προφορικὴ μας παράδοση δὲν θέλει τὸ Ναὸ τοῦτο ἀφιερωμένο στόν στρατηλάτη  Ἅγιο Φωκά, ὅπως ἄδικα καὶ ἀνυπόστατα μᾶς καταλογίστηκε στό παρελθόν. Ἄλλωστε τέτοιος Ἅγιος δέν ὑπάρχει στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ λόγο, κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπιχωρίους ἐρχόμενος καὶ βλέποντας τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ καί ἀνάβοντας τὸ καντήλι πρὶν τὴν ἀναστήλωσή του, δέν ὑπέθεσε, οὔτε νόμισε, οὔτε πίστεψε, οὔτε συμπέρανε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ναὸς τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἀλλ’ ὅπως κάθε τοπικὴ προφορικὴ παράδοση εἶναι φορέας ἱστορικῶν γεγονότων καὶ ἰδίου περιεχομένου, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ὑπόστρωμα τῆς λαϊκῆς ψυχῆς καὶ διασφαλίζει τήν συνοχή καὶ τήν συνέχεια ἑνὸς πολιτισμοῦ – καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ ἄγραφη Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας – ἔτσι καὶ ἡ δικὴ μας συνδέει μὲν ὁμόφωνα τὴν ἱστορία τοῦ Ναοῦ μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τὸ Νικηφόρο Φωκά, τὸν δὲ τιμώμενο Ἅγιο μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σινώπης Φωκὰ τὸν  κηπουρό, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 290 μ.Χ. Μάλιστα στήν τοπικὴ διάλεκτο διασώζεται καὶ ἀναφέρεται ὡς «Ἅγ. Φουκάς». Ἔτσι παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς παλαιότερους καὶ τὴν ἴδια παρακαταθήκη παραδίνουμε στίς μελλοντικὲς μας γενιὲς καὶ στόν κόσμο.
 Κατὰ τοὺς βιογράφους του ὁ Ἅγιος Φωκὰς καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ναυπηγῶν τῆς Σινώπης. Ἡ ἀληθινὴ περὶ αὐτοῦ παράδοση γράφτηκε ἀπὸ τὸν Ἀστέριο, Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, ποὺ ἤκμασε στά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα. Κατὰ τὸν Ἀστέριο ὁ Φωκὰς ἦταν κηπουρός. Χριστιανὸς, φιλόξενος, βοηθοῦσε καὶ στήριζε ξένους καὶ πτωχούς, ναυτικοὺς καὶ ὁδοιπόρους ἐργαζόμενος τὸν κῆπο του. Ἀφοῦ ἔγινε Ἐπίσκοπος, ἡ φήμη του ἔφτασε στόν ἄρχοντα Σινώπης ἐν καιρῷ διωγμῶν τῶν χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔστειλε δημίους νά τὸν συλλάβουν καὶ νά τὸν θανατώσουν. Αὐτοί, μὴ γνωρίζοντας ποιός εἶναι, ἦρθαν στήν οἰκία του καὶ φιλοξενήθηκαν ἀπ’ αὐτόν. Μετὰ δὲ τὸ δεῖπνο τοῦ ἀποκάλυψαν τὸ σκοπὸ τῆς ἀποστολῆς των, ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς ὑποσχέθηκε νά βοηθήσει γιά τὴν ἐκπλήρωση τῆς διαταγῆς των. Κατὰ τήν διάρκεια τῆς νύχτας ἐτοίμασε τὸν τάφο του καὶ τὸ πρωὶ εἶπε στούς στρατιῶτες ποιός εἶναι. Αὐτοὶ ἐξετέλεσαν τήν διαταγή τοῦ βασιλέως καὶ ἔτσι ἐκτελέστηκε ὁ Ἅγιος διὰ ξίφους στίς 22 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 290 μ.Χ.
Στήν παραπάνω διηγήση θὰ μποροῦσε νά ἔχει κανεὶς πολλὲς ἀμφιβολίες, ἀλλ’ ὅπως παραδέχονται ἀκόμη καὶ ἑτερόδοξοι ἱστορικοὶ καὶ ἐρευνητές, τὸ στοιχεῖο τοῦ Ἁγίου ὡς κηπουροῦ θεωρεῖται ἀληθινό. Καὶ ἐνῶ κατὰ τὰ πρώιμα βυζαντινὰ χρόνια ἡ λατρεία τοῦ Ἁγ. Φωκᾶ ὡς προστάτη τῶν ναυτικῶν ἦταν πολὺ διαδεδομένη, μεταγενέστερα καὶ μέχρι καὶ σήμερα ἔχει τελείως ἐκτοπιστεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Νικόλαο. Εἶναι λοιπὸν ὁ Φωκὰς ναυτικὸς Ἅγιος, σωτῆρας καὶ βοηθὸς τῶν ναυτιλομένων οἱ δὲ Ναοὶ καὶ τὰ σωζόμενα τοπωνύμια «Ἅγ. Φωκάς» βρίσκονται δίπλα στήν θάλασσα, ὅπως στήν δικὴ μας περίπτωση. Τέτοια δὲ ὑπάρχουν στή Σκύρο, Λακωνία, Κώ, Πάρο, Πόντο καὶ ἀλλοῦ, λείψανα ἀξιόπιστα τῆς παλαιᾶς εὐρυτάτης λατρείας του, ἀρκετὰ διαδεδομένης σ’ ὁλοκλήρη τήν Μεσόγειο καὶ τὸν Εὔξεινο Πόντο. Σὲ μία ἀπεικόνιση πήλινου δίσκου προερχόμενου ἀπὸ τήν Χερσώνα τοῦ Πόντου, φέροντος τὴν ἐπιγραφὴ «+ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ τοῦ πτωχείου Χερσῶνος», ἀπεικονίζεται ὁ Ἅγιος ὄρθιος ἐπὶ ἑνὸς πλοίου, ἔχοντας κρεμάσει στήν ζώνη του ἕναν ἰχθύ, ἐνῶ δίπλα ὑπάρχει τὸ σχέδιο μιᾶς ἄγκυρας. Σ’ ἄλλες τοιχογραφίες εἰκονίζεται νά κρατᾶ ἕνα κουπί. Παράλληλα χαρακτηρίζεται ὡς ἐλεήμων καὶ ἰατρός, ἰδιότητες πού ὑμνοῦνται καὶ ἐξαίρονται στίς Ἀκολουθίες του. Γιά ὅλ’ αὐτὰ ἡ μὲν ἡμέρα ἀνάμνησης τοῦ μαρτυρίου του εἶναι ἡ 22α Σεπτεμβρίου, ἡ δὲ Ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων του ἀπὸ τήν Σινώπη στήν Κωνσταντινούπολη γιορτάζεται στίς 23 Ἰουλίου.
 Ὁ ἱστορικὸς τοῦτος Ναός, σμιλεμένος μὲ μαστοριὰ καὶ χάρη στόν ξηρό, βραχώδη καὶ ἐρημικὸ, ἀλλὰ παλλόμενο ἀπὸ ζωὴ χῶρο, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Ναούς πού χτίστηκαν ἀπὸ τὰ πρωτοβυζαντινὰ χρόνια ἤ καὶ μετέπειτα στήν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς ἀρχαίας ἐνδόξου πόλεως τοῦ Ὀλούντα, δηλ. τῆς ἀρχαίας Ὀλοῦς, ὅπως ἔχει σήμερα ἐπικρατήσει καὶ λέγεται. Σύμφωνα ἄλλωστε μὲ μαρτυρίες παλαιότερων κατοίκων τῆς Ἐλούντας, ἐπάνω στό Νησὶ Ἐλούντας (χερσόνησο Σπιναλόγκας), ὑπάρχουν τὰ ἐρείπια σαρανταπέντε τουλάχιστον Ἐκκλησιῶν – ὅσο καὶ ἀν φαίνεται αὐτὸ ὑπερβολικὸ – οἱ ὁποῖες ἔχουν κατὰ καιροὺς κατεδαφιστεῖ καὶ καταχωθεῖ στό ἔδαφος ἀπὸ διαφόρους ἀστάθμητους παράγοντες, κυρίως ὅμως ἀπὸ τοπικὴ καθίζηση καὶ εἰσβολὲς ἐπιδρομέων. Μερικὲς ὅπως φαίνεται εἶναι χωμένες στό ἔδαφος ἤ στήν θάλασσα καὶ γι’ αὐτὸ δυσδιάκριτες. Οἱ σπουδαιότερες ἀπ’ αὐτὲς κατὰ τὶς μέχρι σήμερα ἐνδείξεις εἶναι δύο, ἡ παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ τοῦ Πόρου στόν ἰσθμὸ καὶ ἡ βασιλικὴ τῆς Κολοκύθας, περὶ τὰ 1500 μ. Ν.Α. τοῦ Ναοῦ τούτου, πρὸς τὶς ὁποῖες καὶ θὰ στρέψουμε στήν συνέχεια τὸν λόγο.
Ἡ βασιλικὴ τοῦ Πόρου μὲ τὸ θαυμάσιο ψηφιδωτὸ δάπεδο, τὸ σύνθρονο καὶ τὶς ἐπιγραφὲς μὲ τὰ ἀφιερώματα στόν Χριστό, ποὺ κατὰ τοὺς ἀρχαιολόγους ἀνάγεται στόν 5ο αἰῶνα, συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν σπουδαιοτέρων βασιλικῶν ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Εἶχε μῆκος 34,90 μ. καὶ πλάτος 17,10, οἱ δὲ ἐπιγραφὲς τοῦ μωσαϊκοῦ δαπέδου θεωροῦνται ὡς οἱ μοναδικὲς ἐπιγραφὲς πάνω σὲ μωσαϊκά πού ὑπάρχουν καὶ ἔχουν βρεθεῖ μέχρι σήμερα σ’ ὅλη τὴν Κρήτη. Ἴσως πρόκειται γιά Μητροπολιτικὸ Ναὸ πλήρως ἐξοπλισμένο, ὁ ὁποῖος προϋπέθετε καὶ ἕδρα Ἐπισκοπῆς, κάποιοι δὲ κάτοικοι, βασισμένοι σὲ παλαιὰ προφορικὴ παράδοση, τὸν ἀποκαλοῦν ἀκόμη καὶ σήμερα «Μητρόπολη». Ὁ ἄλλος Ναός, ἡ παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ τῆς Κολοκύθας, ἀνάγεται στόν 6ο αἰῶνα. Εἶχε καὶ αὐτὸς μωσαϊκὸ δάπεδο, σύνθρονο καὶ πολλὰ μάρμαρα στόν ἐσωτερικὸ του διάκοσμο. Εἶχε μῆκος 25 μ. καὶ πλάτος 15 καὶ ἦταν τρίκλιτος. Σώζεται ὁ ἄμβωνας ἀπὸ παχὺ συμπαγὲς λευκὸ μάρμαρο, τεμαχισμένος βέβαια σὲ τρία κομμάτια, ποὺ δίδει ἰσχυρὰ ἐρείσματα στήν ὑπόνοια γιά χρήση βίας κατὰ τὴν κατεδάφιση τοῦ Ναοῦ. Ὁ Ναὸς εἶχε νάρθηκα καὶ δεξαμενή, μεταξὺ δὲ τῶν εὑρημάτων συγκαταλέγεται καὶ ἕνα χάλκινο βυζαντινὸ νόμισμα – τεσσαρακοντανούμιο – τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Φωκᾶ, ποὺ ἔχει κοπεῖ στήν Κύζικο καὶ χρονολογείται στά 615.
Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα γιά τὴν ὑπόθεση περὶ Ἐπισκοπῆς Ἀλύγγου, ἡ ὁποία εἶχε ἕδρα τὸν Ὀλούντα. Τὴν ἄποψη αὐτὴ συμμερίζονται διακεκριμένοι ἀρχαιολόγοι καὶ ἱστορικοί, ὅπως ὁ Στ. Ξανθουδίδης, ὁ Ἀν. Ὀρλάνδος κ.ἄ. Ὁ Ἀν. Ὀρλάνδος, ὁ ὁποῖος ἐνήργησε τὴν ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς τοῦ Πόρου στά 1960 ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ὁ ἀρχαῖος Ὀλούς – τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα διετήρησε τὸ σημερινὸν χωρίον Ἐλούντα – διατηρούνταν καὶ κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καὶ περαιτέρω κατὰ τὴν πρώτην Βυζαντινὴν περίοδον τῆς Κρήτης, ἔχων καὶ ἰδίαν Ἐπισκοπήν… ὑπὸ τὸν τίτλο Ἄλυγγος, κατὰ παραφθορὰν τοῦ Ὀλοῦντος». Ὁ δὲ καθηγητὴς Ν. Β. Τωμαδάκης ἀναφέρει εἴκοσι Ἐπισκοπὲς τῆς Κρήτης σὲ ὄλες τίς περιώνυμες ἀρχαῖες πόλεις, ποὺ ἄκμαζαν ἀκόμη μέχρι περίπου τὴν καταλήψη τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τό ἔτος 826: «Ἐκ δὲ τῆς ἐκτάσεως τῶν Ναῶν καὶ τοῦ κόσμου αὐτῶν καὶ τῆς συχνότητος δυνάμεθα ἀσφαλέστερον νά εἰκάσωμεν, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐξηπλώθη καὶ ἐπεκράτησεν εἰς εὐημερούσας ἐπαρχίας καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἔσχε καὶ πρὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν μέσων τοῦ ζ΄ αἰῶνος μεγάλας κτήσεις καὶ γενναία εἰσοδήματα ὥστε νά δύναται ν’ ἀνεγείρει καὶ νά συντηρήσει τὰ ἐν λόγῳ κτίσματα καὶ νά διακοσμήσει αὐτά. Ἀνάλογον δέ, συνεχίζει, πρέπει να φαντασθῶμεν τὸ ἱερατεῖον, τοὺς ψάλτας, τοὺς καλλιτέχνας, μουσιωτάς, γλύπτας, ἀρχιτέκτονας καὶ ξυλουργούς, τοὺς ὑφαντουργούς, μεταλλουργοὺς καὶ φυσικὰ τοὺς παιδεύοντας τὸν κλῆρον διδασκάλους».
    
     Σεβασμιώτατε,
Στήν ἀποψινὴ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ ψηλαφοῦμε καὶ συγκεφαλαιώνουμε τὰ ὅρια καὶ τὸ βάρος τῆς δικῆς μας κληρονομίας – τῆς πνευματικῆς μας περιουσίας – για τὴν ὁποία καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία εἴμαστε σχεδὸν ἀνυποψίαστοι καὶ ἀποξενωμένοι. Ἄλλωστε πῶς ἀλλιῶς νά δεχόμαστε τὰ μνημεῖα αὐτά, τὰ ὡραιότερα τῆς Ἐλούντας καὶ τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ τῆς Κρήτης νά βρίσκονται σὲ τόσο παραμελημένη κατάσταση; Ἡ ἔνδοξη γῆ μας, στήν ὁποία ἀνδρώθηκε καὶ ἤκμασε αὐτὸς ὁ πολιτισμός, πουλήθηκε γιά κομμάτι ψωμὶ στούς ξένους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐκτοπίζουν οἰκοδομώντας την ἄναρχα καὶ κακόγουστα. Τὸ φυσικὸ κάλλος τοῦ τόπου, ὁ θαλάσσιος χῶρος μαζὶ μὲ τήν χλωρίδα καὶ τὴν πανίδα, ἔρμαιο τοῦ κάθε τυχοδιώκτη.  
Καὶ μεῖς, στά τσιμεντένια κιβούρια τῆς σύγχρονης στεγαστικῆς ζευγμένοι στόν ζυγὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μὲ τὴν κατρακύλα τῆς ἑλλαδικὴς κοινωνίας, στήν δίνη ἑνὸς «πολιτισμοῦ» ὁλότελα ξένου πρὸς τὶς ρίζες τοῦ τόπου. Ἡ ἐπάρατη νόσος καλπάζει καὶ θερίζει. Καὶ τὰ παιδιὰ μας θύματα αὐτοῦ τοῦ ἀνελέητου τρόπου ζωῆς, «ἐντελῶς ἀθωράκιστα στόν κίνδυνο καὶ εὐάλωτα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ φάσμα τοῦ «πολιτισμοῦ», ποὺ δημιουργεῖ ἕνα νέο τύπο ἀνθρώπου, ὑποκείμενο στίς διαθέσεις τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ εὔχρηστο στίς ἀποφάσεις καὶ στίς στοχοθεσίες τους». Πάντως καὶ στήν σημερινὴ κενωτικὴ καὶ ταπεινὴ τους μορφή, ὅλα αὐτὰ τὰ μνημεῖα δέν παύουν νά ἀντανακλοῦν ταυτόχρονα καὶ νά ἐκφράζουν τόσο τὸ ἀδιάλειπτο σταυροἀναστάσιμο ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως καὶ τῆς Ρωμιοσύνης, ὅπως εἶχε διαμορφωθεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς ἀκμῆς τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὅσο καὶ τὴν εὐσέβεια, τόν πολιτισμό καὶ τήν δόξα τοῦ ἀρχαίου Ὀλοῦντα, τοῦ ὁποίου κόσμημα καὶ ἀδιάψευστη μαρτυρία συνεχίζουν νά ἀποτελοῦν, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν παρακμὴ του.            

*  Ὁ κ. Μανόλης Ἀθ. Λουκάκης εἶναι καθηγητὴς στό Ε.ΠΑ.Λ  Ἁγ. Νικολάου

Back to top button