Ενημέρωση

Το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία

  Πολλές εἰκόνες καί ἐκφράσεις χρησιμοποιοῦνται στήν Ἁγία Γραφή καί στα συγράμματα τῶν Πατέρων γιά νά περιγράψουν τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὀνομάζεται Νύμφη Χριστοῦ, Ἄμπελος, Λαός Θεοῦ, Οἴκος καί Ναός τοῦ Θεοῦ . Ἡ πιό ὁλοκληρωμένη ὅμως περιγραφή καί ὀνομασία τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται νά εἶναι αὐτή πού εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
  Μέ τήν ἔκφραση αὐτή ἐννούμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο, τό σῶμα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού διάλεξε καί κάλεσε ὁ Χριστός γιά νά συνεχίσει, νά φανερώσει καί νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο Του στη γῆ, ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱστορία. Ὅσοι ἄνθρωποι ἐλεύθερα ἀποδεχθοῦν τήν κλήση αὐτή τοῦ Χριστοῦ γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα ἀδέλφια μεταξύ τους.
  Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους, ἀπό ὄντα δηλ. κοινωνικά, εἶναι φυσικό καί ἑπόμενο νά ἀποτελεῖ ἡ Ἐκκλησία μία κοινωνία, ἕνα κοινωνικό ὀργανισμό. Ἀκόμη, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους καί ἀφοῦ ὁ προορισμός της εἶναι νά ἀποτελεῖ «τό σημεῖο», «τό μυστήριο» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, δέν μπορεῖ παρά καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ὁρατή, νά εἶναι τοπικά καί χρονικά συγκεκριμένη.
  Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων. Ἔχει λοιπόν ἀναγκαστικά ὀργάνωση καί ἱεραρχία.
  Στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν εἴμαστε ὅλοι ἴδιοι, οὔτε ἔχουμε ὅλοι τά ἴδια χαρίσματα ἤ λειτουργίες. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἕνας εἶναι καλύτερος ἤ ἀνώτερος ἀπό τόν ἄλλον. Ἀντίθετα. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα μέσα στήν ποικιλία καί τά μέλη της συμπληρώνουν τό ἕνα τό ἄλλο, χωρίς ὑπεροχικές διακρίσεις. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει δική της ζωή, οὔτε ζεῖ μέ τή ζωή τῶν μελῶν της ἀλλά ζεῖ μέ τή ζωή τοῦ ἱδρυτή της, μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ.
  Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μέ τή ζωή τήν ὁποία συνεχῶς καί ἀδιάκοπα τῆς μεταδίδει ὁ ἕνας καί μοναδικός Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἑνιαία καί ἀδιαίρετη γιατί «ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἕνας, ἔτσι κί ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα, ἄν καί εἴμαστε πολλοί, γιατί ὅλοι τρῶμε ἀπό τόν ἴδιο ἄρτο».

  Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ γιατί ἱδρύθηκε, κυβερνᾶται, τρέφεται, στηρίζεται καί σώζεται ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία ῥέει ἡ ζωή μέ τήν ὁποία ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ καρδιά τοῦ Σώματος πού τό ζωογονεῖ στέλνοντας παντοῦ τό Αἷμα Του. Ὁ Χριστός φωτίζει καί ἁγιάζει τήν Ἐκκλησία καί ὅλα τά μέλη της.
  Ὁ Χριστός ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί δέν ὑπονοεῖται, ἀλλά εἶναι παρών. Καί τά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δομή της, ἡ ἱεραρχία της, αὐτό τό σκοπό ἔχουν νά μαρτυροῦν τόν Χριστό καί νά ὑπενθυμίζουν τήν παρουσία Του στήν Ἐκκλησία.
  Ἡ Ἐκκλησία ἐπειδή ἔχει ὡς κεφαλή της τό Χριστό εἶναι ὀντολογικά ἁγία, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε κατά χάρη ἅγιοι. Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται πάντοτε σέ κοινωνία μέ τό Θεό καί ποτέ δέν ἐκπίπτει ἀπ’ αὐτή τήν κοινωνία. Τά μέλη της ὅμως ἐκπίπτουν. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νά κρίνουμε τήν Ἐκκλησία. Κρίνονται ὅμως τά μέλη της πού ἀπεργάζονται τήν σωτηρία τους ἐντός αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει πάντοτε ἀναμάρτητη. Τά μέλη της ὅμως, κληρικοί καί λαϊκοί, ἁμαρτάνουν.
  Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅσοι πίστευσαν καί βαπτίσθηκαν. Ὅσοι διά τῶν μυστηρίων ἐνδύθηκαν τόν Χριστό. Ἕνας χριστιανός ἀποκλείεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μόνο ὅταν ἐκπέσει σέ αἵρεση, σέ σχίσμα ἤ σέ ἀποστασία. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἁμαρτίες, ὅσο σοβαρές κί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά θέτουν σέ κίνδυνο τή σωτηρία ἑνός χριστιανοῦ, δέν τόν ἀποσποῦν ὅμως ἀπό τό Σῶμα, τήν Ἐκκλησία.
  Ἕνας ἁμαρτωλός εἶναι μέλος ἄρρωστο, τραυματισμένο ἤ καί ἀνάπηρο ἀλλά πάντως παραμένει μέλος τοῦ Σῶματος τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κοινωνία δικαίων ἤ ἁγίων. Μοιάζει μέ ἕνα δίχτυ πού ἔχει μικρά καί μεγάλα ψάρια ἤ μέ ἕνα χωράφι πού ἔχει καλά χόρτα καί ζιζάνια μαζί. Καί ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱστορία θά ὑπάρχει ἐλπίδα γιά μετάνοια καί σωτηρία.
  Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποτελεῖται μόνο ἀπό τούς χριστιανούς πού εἶναι στή ζωή. Στήν Ἐκκλησία εἰσερχόμαστε μέ τό Βάπτισμα, ἀλλά δέν ἐξερχόμαστε μέ τό θάνατό μας. Παραμένουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας αἰώνια. Νά γνωρίζουμε λοιπόν πώς δέν εἴμαστε μόνοι. Μᾶς περιβάλλει πυκνό νέφος κεκοιμημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού προσεύχονται γιά μᾶς καί εἶναι δίπλα μας.
  Ἡ Ἐκκλησία ὅμως θά ὑπάρχει καί μετά τή συντελεία τῶν αἰώνων, μέ ἄλλη ὅμως μορφή. Δέν θά καταργηθεῖ ἀλλά θά ἔλθει τό πλήρωμά της στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι’ αὐτό καί μέχρι τότε, μέχρι νά ἔλθει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία θά συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στή γῆ δηλ. τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
  Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά σώζει τούς ἀνθρώπους, νά τούς προσφέρει παρηγοριά, ἀνάπαυση, ἐλπίδα καί ζωή στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, οἱ πιστοί συγκεντρώνονται στήν Ἐκκλησία γιά νά γνωρίσουν καί νά ὑπακούσουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού τούς καλεῖ σέ μετάνοια. Καί ἔτσι, νά φανερωθεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐρχομός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πού δέν εἶναι μακριά, ἀλλά ἤδη μυστικά πραγματώνεται στήν Ἐκκλησία.
  Αὐτό συντελεῖται μέ τά ἱερά Μυστήρια, τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί μέ τήν ὑποδειγματική ζωή τῶν μελῶν της, τῶν χριστιανῶν, μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τῶν πιστῶν.
  Ἡ ζωή, τό ἔργο καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λειτουργική καί κυρίως εὐχαριστιακή ἀφοῦ πηγάζει ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία. «Ἡ Θεία Εύχαριστία δέν εἶναι μία ἀνάμνηση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά προσδοκία τοῦ μέλλοντος, ἀναμονή τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, πρόγευση τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι τό θεμέλιο ἵδρυσης τῆς Ἐκκλησίας καί δρᾶ ὡς μία διαρκής δυνατότητα καί πραγματικότητα κοινωνίας τοῦ πιστοῦ πρός τόν Θεό καί πρός τούς ἄλλους πιστούς. Ἁγιάζει τά μέλη της καί τά συνδέει ἄρρηκτα. Εἶναι ἐνύπαρξη ζώντων ἀδελφῶν οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέ τήν κοινωνία ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας». (Σ. Μπαλατσούκας)
  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης γράφει στό ἡμερολόγιό του: «Μέσα στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀφοσιώνομαι, νοιώθω ὅτι ἀπαλλάσσομαι ἀπ’ ὅλα μου τά πάθη, ὅτι πεθαίνω γιά τόν κόσμο καί ὁ κόσμος πεθαίνει γιά μένα μέ ὅλα του τά ἀγαθά. Ζῶ ἐν Θεῷ καί γιά τό Θεό μονάχα. Μέ διαποτίζει ὁλόκληρο καί εἶμαι ἕνα πνεῦμα μαζί του. Γίνομαι σάν τό παιδάκι, πού ἀναπαύεται μακάριο στά γόνατα τῆς μητέρας του. Ἡ καρδιά μου πλημμυρίζει ἀπό οὐράνια, γλυκειά εἰρήνη. Ἡ ψυχή μου καταυγάζεται ἀπό οὐράνιο φῶς. Ἐκεῖνες τίς ὥρες, ὅλα τά βλέπουμε ὅπως πράγματι εἶναι. Ὅλα τά βλέπουμε σωστά. Νοιώθουμε ἀγάπη ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς μας, ἕτοιμοι νά συγχωρήσουμε τόν καθένα. Ὤ, τί εὐλογία γιά τήν ψυχή τό νά εἶναι μέ τόν Θεό! Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπίγειος Παράδεισος».

  Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί «δέν ἀποτελεῖ κάτι τό ἄμορφο, τό ἀόριστο, τό ἀφηρημένο, ἀλλά μία ὁρατή καί συγκεκριμένη κοινότητα, μέ τούς ἰδιαίτερους νόμους της καί τήν ὡρισμένη ζωή της. Εἶναι μία κοινότητα στήν ὁποία πρέπει κάποιος νά ἐνταχθεῖ ψυχῇ τε καί σώματι καί στήν καθημερινή ζωή τῆς ὀποίας πρέπει νά μετέχει ἐνεργά καί ὑπεύθυνα ἄν θέλει νά γνωρίσει τό Χριστό καί νά ἔλθει σέ πραγματική σχέση καί κοινωνία μαζί του». (Δ. Κουτρουμπῆς)
  Νά ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία μέ ἀγάπη πλήρη καί εἰλικρινῆ καί νά βλέπουμε στήν Ἐκκλησία τό Χριστό. Νά ἀγαπᾶμε τήν συγκεκριμένη Ἐκκλησία καί ὄχι μία ἀόριστη Ἐκκλησία , ἰδεατή καί ἐξιδανικευμένη. Νά ἀγαπᾶμε ὅλα τά μέλη της, μικρά καί μεγάλα, τούς ὑψηλά ἱστάμενους καί αὐτούς πού βρίσκονται χαμηλά. Νά ἀγαπᾶμε ἰδιαίτερα τά ἀδύναμα μέλη της, τούς ἀρρώστους, τούς πτωχούς, τούς ἀναξιοπαθοῦντες. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, νά ἀγαπᾶμε μέ εὐρύτητα, χωρίς διακρίσεις, καί μέ ἔνταση, δίνοντας ὅλη μας τή ζωή, προσευχόμενοι καί ἐργαζόμενοι διαρκῶς γιά τή σωτηρία ὄλου τοῦ κόσμου.
 Προπάντων ὅμως νά παραμένουμε μέσα στήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἡ πιό γλυκειά μας ἐλπίδα καί προοπτική, ἡ εἰρήνη, ἡ χαρά καί ἡ ζωή μας, γιατί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Back to top button